υδροθειϊκός

υδροθειϊκός
hidrojen sülfür

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδροθειικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροθειικό οξύ» χημ. γενική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδρόθειου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydrosulfuric < hydro (< υδρ[ο ]) + sulfuric «θειικός»] …   Dictionary of Greek

  • υδροθειικός — ή, ό που παράγεται από την ένωση θείου και υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”